- ὀρθοδόξως
- ὀρθόδοξοςorthodoxadverbialὀρθόδοξοςorthodoxmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱՓԱՌԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0547 Chronological Sequence: Unknown date մ. ὁρθοδόξως orthodoxe. Ուղիղ դաւանութեամբ. ողջմտութեամբ. *Քարոզէր եւ ինքն զաւետարանն շնորհաց ուղղափառապէս: Ուղղափառապէս առցուք զասացեալն. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)